- υγρόπισσα
- ηπίσσα που διατηρείται και σε ψυχρό περιβάλλον σε ρευστή κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑγρόπισσα — liquid pitch fem nom/voc sg ὑγρόπισσον liquid pitch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρόπισσα — η / ὑγρόπισσα, ΝΜΑ ρευστή πίσσα, κεδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πίσσα] … Dictionary of Greek
ὑγροπίσσης — ὑγρόπισσα liquid pitch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπίσσῃ — ὑγρόπισσα liquid pitch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρόπισσον — τὸ, ΜΑ υγρόπισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υγρόπισσα, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
κεδρία — η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη) νεοελλ. παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι αρχ. έλαιο τής κεδρελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ία. Ο… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek